-
1 ὀρφανός
ὀρφανός (orbus), bei den Attikern nach Porson zu Eur. Hec. 150 stets 2 Endgn, verwais't, elternlos, bes. vaterlos; ὀρφαναί, elternlose Töchter, Od. 20, 68; ὀρφανὰ τέκνα, Hes. O. 332; sp. D., παῖς Bass. 11 (VII, 372). – In allgemeiner Bdtg, wie unser verwaif't, beraubt, ermangelnd, entbehrend, τινός, z. B. ἑταίρων, Pind. I. 6, 10; ὕβριος, ohne Uebermuth, 3, 26; dah. auch von Eltern, Ol. 9, 65, wie Eur. es auch ohne den Zusatz braucht, Hec. 150, πότμος ὀρφανὸς γενεᾶς, kinderlos; παῖδά τ' ὀρφανὸν λιπεῖν, Soph. Ai. 638; übertr., ὅταν κενῆς εὐνῆς νεοσσῶν ὀρφανὸν βλέψῃ λέχος, Ant. 421; οἶκον ὀρφανὸν λείψω πατρός Eur. Or. 663, u. öfter in dieser Vrbdg, ὀρφανὴν πατρός, El. 914; u. so in Prosa im eigentlichen Sinne, u. übertr.; παίδων ὀρφανὸν αὐτῷ γενέσϑαι τὸν βίον, Plat. Legg. V, 730 d; τῶν φιλτάτων, Phaedr. 239 e; τῆς ἐπιστήμης, Alc. II, 147 a; subst., τοῖς ὀρφανοῖς καὶ ὀρφαναῖς, Legg. XI, 926 c, öfter.
-
2 λεχος
- εος τό [λέγω I] тж. pl.1) ложе, кровать, постель Hom., Aesch., Soph.2) погребальное ложе, катафалк Hom.3) брачное ложеτὰ νυμφικὰ λέχη Soph. — супружеский покой
4) брачный союз, брак5) любовная связь(κρύφιον λ. Soph.)
6) pl. супруг(а)σὰ λέχεα Eur. — твоя супруга
7) гнездоκενῆς εὐνῆς λ. Soph. — опустевшее гнездо (птицы)
-
3 ορφανος
I3 и 21) осиротевший(τέκνα Hes.; παῖς Soph.; ὄρνις Arph.; δόμος Eur.)
2) лишившийся, потерявший(ἑταίρων Pind.; τοῦ πατρός Dem.; γονέων Plut.)
κενῆς εὐνῆς νεοσσῶν ὀρφανὸν λέχος Soph. — оставшееся без птенцов гнездо3) не имеющий, лишенныйὀ. ἐπιστήμης Plat. — лишенный знания, невежественный;
ὀ. ὕβριος Pind. — не знающий высокомерия;ὀ. ἀγκίστρου κάλαμος Anth. — удилище без крючкаIIὅ сирота Plat.
См. также в других словарях:
ορφανός — και αρφανός, ή, ό (ΑΜ ὀρφανός, ή, όν) (ως επίθ. και ως ουσ.) 1. αυτός που στερήθηκε τον έναν ή και τους δύο γονείς του λόγω θανάτου 2. αυτός που έχασε πολύτιμο προστάτη ή φίλο 3. (γενικά) αυτός που στερείται κάποιου προσώπου ή έχει έλλειψη ενός… … Dictionary of Greek